Με αφορμή την επέτειο της γέννησής του (23.11.1949), αφού «Όποιος ξεχνάει χάνεται, ραγίζει όποιος θυμάται»
Του Σπύρου Αραβανή
Ο Άλκης Αλκαίος, κατά κόσμον Ευάγγελος Λιάρος, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1949 στην Κοκκινιά Φιλιατών, ένα μικρό ορεινό χωριό της Θεσπρωτίας, στην Ήπειρο. Από νωρίς πολιτογραφήθηκε Παργινός, αφού το 1960 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Πάργα. Μαθητής Λυκείου ακόμα, δέχτηκε την πετριά της ποιητικής τέχνης, αν και ζώντας μακριά από ένα αστικό περιβάλλον με ερεθίσματα και πρόσβαση σε αναγνώσματα. Ως λάτρης όμως της φιλολογίας, είχε από νωρίς ορίσει τις συντεταγμένες του. Η πρώτη του λογοτεχνική επιρροή, που δημοσίως εξέφρασε, ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο στις 22 Ιανουαρίου του 1967, δεκαοχτάχρονος ακόμα, πραγματοποίησε μια διάλεξη στην Πάργα με τίτλο: «Κώστας Καρυωτάκης: Ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε». Η δοκιμιακή γραφή του Αλκαίου εμφανίζει αξιοθαύμαστη λόγω της νεαρής του ηλικίας, πύκνωση, γλωσσική επάρκεια και στοχαστικότητα επάνω στο έργο του αυτόχειρα ποιητή. Ο επίλογος της διάλεξης ήταν μια έμμεση αναφορά στη δική του ποιητική ταυτότητα η οποία είχε αρχίσει να σχηματίζεται: «Πως, για μας, ο ποιητής και ο άνθρωπος μαζί, ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι αχώριστοι: Γιατί κι εμείς, τώρα που τον κρίναμε σκεφτήκαμε, όσο μπορέσαμε, σαν άνθρωποι και σαν ποιητές, που ουσιαστικά δεν κρίναμε, μα καταλάβαμε». Από την άλλη, η αποκάλυψη της πρώιμης, αλλά και τελεσίδικης κοσμοθεωρίας του για τον άνθρωπο και την τέχνη: η ουσία της αντίληψης, της ενσυναίσθησης, της κατανόησης που υπερτερούν της ψυχρής κριτικής.
Δύο καθοριστικά συμβάντα
Η κάθοδος στην Αθήνα τον φέρνει φοιτητή στη Νομική ακολουθώντας τα χνάρια του αγαπημένου του θείου Ζήκου Ντίνου. Εκεί δέχεται μια δεύτερη μεγάλη πετριά. Αυτή της μουσικής. Μαζί με τον εγκάρδιο φίλο του Ηλία Γεράκη γίνονται τακτικοί θαμώνες στις μπουάτ της Πλάκας. Την ίδια εποχή, όμως, δέχεται και δύο χτυπήματα της ζωής που τον καθορίζουν. Η μητέρα του διαγνώστηκε με μεταστατικό κακόηθες μελάνωμα χάνοντας τη μάχη για τη ζωή της μόλις σε ηλικία 43 ετών, τον Νοέμβριο του 1971. Ο ίδιος παρουσιάζει για πρώτη φορά το αυτοάνοσο νόσημα αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθρίτιδα που έμελλε να καταδυναστεύει τη ζωή και την καθημερινότητά του μέχρι το τέλος. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η τετράμηνη φυλάκιση -χωρίς την παροχή φαρμακευτικής αγωγής όπου χειροτέρευσε την υγεία του- στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ, εξαιτίας της εμπλοκής του στη φυγάδευση, στο διαμέρισμα που διατηρούσε με τον φίλο του Πάνο Χιονίδη, της ξαδέλφης του Εύης Ντίνου που συμμετείχε στην αντιστασιακή ομάδα Παναγούλη – Φλέμινγκ – Ζαμπέλη, την οποία βοήθησε να δραπετεύσει στην Ιταλία.
Από το 1984 λοιπόν και μετά, ο Αλκαίος δεν μπορούσε, όπως αναφέρει ο φίλος και συνεργάτης του τραγουδοποιός Μίλτος Πασχαλίδης, να σταθεί ούτε όρθιος έστω και για λίγη ώρα. «Τρυπούσε όμως το ταβάνι», όπως έγραψε για αυτόν ο φίλος του στιχουργός, Οδυσσέας Ιωάννου, με τη φαντασία του και με τους στίχους του. Και από το δωμάτιό του στην Κάτω Κηφισιά γύρισε όλον τον κόσμο πρώτα και χάρη στον Θάνο Μικρούτσικο, όταν ο συνθέτης, το 1977, διάβασε ένα ποίημά του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» με τον τίτλο « Φλεβάρης 1848».
Η ανάγκη τους έγινε ιστορία
Αυτή ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου φιλίας και συνεργασίας όπου καθόρισε αμφότερους τους δημιουργούς. «Ήμασταν και οι δύο μέλη του ΚΚΕ, έχοντας όμως σε ζητήματα αισθητικής πολύ μεγάλες αποστάσεις από το ΚΚΕ, τις οποίες όμως εγώ διατύπωνα δημοσίως ως πιο τολμηρός. Ήμασταν και οι δυο στο ίδιο μήκος κύματος αν και ο Αλκαίος ήταν βαθύτατα κομουνιστής και εγώ μαρξιστής. Ήθελε βαθιά μια δίκαιη κοινωνία, ήταν υπέρ της σοβιετικής επανάστασης και της πρώτης δεκαετίας του σοβιετικού κράτους. Αυτές οι κοινές ιδεολογικές τοποθετήσεις σε συνδυασμό με το θαυμασμό του για τη μουσική μου, πριν ακόμα γνωριστούμε προσωπικά, καθώς και το κοινό μας έργο, το “Εμπάργκο”, συνέβαλαν ώστε και οι δυο μας τότε να είμαστε πάρα πολύ δεμένοι», θυμάται ο Θάνος Μικρούτσικος. Μια κοινή, λοιπόν, πορεία γεμάτη ποίηση και μέλος, ιστορία και πολιτική, ευαισθησία και λυρισμό, γνώση και διάψευση. Ποτέ όμως πίκρα της ήττας. Η ανάγκη τους έγινε ιστορία και όχι δημόσια σιωπή.
Περιφρούρηση της προσωπικής του ιστορίας
Η ιδιωτική σιωπή του Αλκαίου ήταν άλλη. Εξίσου μεγαλόφωνη όπως και η τέχνη του. Μέσα στη βαρβαρότητα των προσωπικών αποκαλύψεων και της διασποράς των ιδιωτικών μας στιγμών, αυτή η ουσιαστική περιφρούρηση, όσο ήταν εν ζωή, της προσωπικής του ιστορίας τόσο από τον ίδιο όσο και από τους οικείους συνεργάτες και φίλους του (δυο-τρεις φωτογραφίες του, μια τηλεοπτική και ραδιοφωνική του εμφάνιση,, λίγα μικρά εισαγωγικά του κείμενα σε δίσκους και ορισμένες δημόσιες μαρτυρίες των συνεργατών του, τροχισμένες μάλιστα τόσο καλά ώστε να μην άφηναν καμία «προσωπική», πέραν της συνεργασίας τους, πληροφορία) ήταν όλο κι όλο το υλικό με το οποίο συνθέσαμε, για τριάντα και πλέον χρόνια, το πορτρέτο του. Μια στάση που φαντάζει πια ως ανέφικτη πραγματικότητα. Ο ίδιος όμως το υποστήριζε από πολύ νωρίς: «Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται» γράφει στο δοκίμιό που αναφέραμε στην αρχή.
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
Με την πάροδο του χρόνου ο κοινωνικοπολιτικός στιχουργός Αλκαίος αποκτά μια τεχνική η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και στο υπερρεαλιστικό: «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία». Αποκτά μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις προσθέτοντας εικόνες, πλάθοντας μικρές στιχουργικές ιστορίες: «Αν χάθηκε στο Μετς ή στο Πόρτο Ρίκο». Αρχίζει να συνεργάζεται και με άλλους συνθέτες και τραγουδοποιούς. Στην τέχνη του εισάγει και τη δημοτική παράδοση, γίνεται λιτά αφοριστικός και όπως οι μαντιναδολόγοι, όμορφα σοφός: «Όποιος ξεχνάει χάνεται / ραγίζει όποιος θυμάται». Είναι πάντα συλλογικός και ας φαντάζει πιο προσωπικός. Ήταν πάντα ένας ποιητής, που έγραψε με την οδυνηρή επίγνωση τού: «Βρέχει στην Ελλάδα ασταμάτητα / εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια» (από την ποιητική του συλλογή «Εμπάργκο», η οποία κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις της «Εταιρείας Νέας Μουσικής»).
Του Σπύρου Αραβανή
Ο Άλκης Αλκαίος, κατά κόσμον Ευάγγελος Λιάρος, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1949 στην Κοκκινιά Φιλιατών, ένα μικρό ορεινό χωριό της Θεσπρωτίας, στην Ήπειρο. Από νωρίς πολιτογραφήθηκε Παργινός, αφού το 1960 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Πάργα. Μαθητής Λυκείου ακόμα, δέχτηκε την πετριά της ποιητικής τέχνης, αν και ζώντας μακριά από ένα αστικό περιβάλλον με ερεθίσματα και πρόσβαση σε αναγνώσματα. Ως λάτρης όμως της φιλολογίας, είχε από νωρίς ορίσει τις συντεταγμένες του. Η πρώτη του λογοτεχνική επιρροή, που δημοσίως εξέφρασε, ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο στις 22 Ιανουαρίου του 1967, δεκαοχτάχρονος ακόμα, πραγματοποίησε μια διάλεξη στην Πάργα με τίτλο: «Κώστας Καρυωτάκης: Ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε». Η δοκιμιακή γραφή του Αλκαίου εμφανίζει αξιοθαύμαστη λόγω της νεαρής του ηλικίας, πύκνωση, γλωσσική επάρκεια και στοχαστικότητα επάνω στο έργο του αυτόχειρα ποιητή. Ο επίλογος της διάλεξης ήταν μια έμμεση αναφορά στη δική του ποιητική ταυτότητα η οποία είχε αρχίσει να σχηματίζεται: «Πως, για μας, ο ποιητής και ο άνθρωπος μαζί, ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι αχώριστοι: Γιατί κι εμείς, τώρα που τον κρίναμε σκεφτήκαμε, όσο μπορέσαμε, σαν άνθρωποι και σαν ποιητές, που ουσιαστικά δεν κρίναμε, μα καταλάβαμε». Από την άλλη, η αποκάλυψη της πρώιμης, αλλά και τελεσίδικης κοσμοθεωρίας του για τον άνθρωπο και την τέχνη: η ουσία της αντίληψης, της ενσυναίσθησης, της κατανόησης που υπερτερούν της ψυχρής κριτικής.
Δύο καθοριστικά συμβάντα
Η κάθοδος στην Αθήνα τον φέρνει φοιτητή στη Νομική ακολουθώντας τα χνάρια του αγαπημένου του θείου Ζήκου Ντίνου. Εκεί δέχεται μια δεύτερη μεγάλη πετριά. Αυτή της μουσικής. Μαζί με τον εγκάρδιο φίλο του Ηλία Γεράκη γίνονται τακτικοί θαμώνες στις μπουάτ της Πλάκας. Την ίδια εποχή, όμως, δέχεται και δύο χτυπήματα της ζωής που τον καθορίζουν. Η μητέρα του διαγνώστηκε με μεταστατικό κακόηθες μελάνωμα χάνοντας τη μάχη για τη ζωή της μόλις σε ηλικία 43 ετών, τον Νοέμβριο του 1971. Ο ίδιος παρουσιάζει για πρώτη φορά το αυτοάνοσο νόσημα αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθρίτιδα που έμελλε να καταδυναστεύει τη ζωή και την καθημερινότητά του μέχρι το τέλος. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η τετράμηνη φυλάκιση -χωρίς την παροχή φαρμακευτικής αγωγής όπου χειροτέρευσε την υγεία του- στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ, εξαιτίας της εμπλοκής του στη φυγάδευση, στο διαμέρισμα που διατηρούσε με τον φίλο του Πάνο Χιονίδη, της ξαδέλφης του Εύης Ντίνου που συμμετείχε στην αντιστασιακή ομάδα Παναγούλη – Φλέμινγκ – Ζαμπέλη, την οποία βοήθησε να δραπετεύσει στην Ιταλία.
Από το 1984 λοιπόν και μετά, ο Αλκαίος δεν μπορούσε, όπως αναφέρει ο φίλος και συνεργάτης του τραγουδοποιός Μίλτος Πασχαλίδης, να σταθεί ούτε όρθιος έστω και για λίγη ώρα. «Τρυπούσε όμως το ταβάνι», όπως έγραψε για αυτόν ο φίλος του στιχουργός, Οδυσσέας Ιωάννου, με τη φαντασία του και με τους στίχους του. Και από το δωμάτιό του στην Κάτω Κηφισιά γύρισε όλον τον κόσμο πρώτα και χάρη στον Θάνο Μικρούτσικο, όταν ο συνθέτης, το 1977, διάβασε ένα ποίημά του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» με τον τίτλο « Φλεβάρης 1848».
Η ανάγκη τους έγινε ιστορία
Αυτή ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου φιλίας και συνεργασίας όπου καθόρισε αμφότερους τους δημιουργούς. «Ήμασταν και οι δύο μέλη του ΚΚΕ, έχοντας όμως σε ζητήματα αισθητικής πολύ μεγάλες αποστάσεις από το ΚΚΕ, τις οποίες όμως εγώ διατύπωνα δημοσίως ως πιο τολμηρός. Ήμασταν και οι δυο στο ίδιο μήκος κύματος αν και ο Αλκαίος ήταν βαθύτατα κομουνιστής και εγώ μαρξιστής. Ήθελε βαθιά μια δίκαιη κοινωνία, ήταν υπέρ της σοβιετικής επανάστασης και της πρώτης δεκαετίας του σοβιετικού κράτους. Αυτές οι κοινές ιδεολογικές τοποθετήσεις σε συνδυασμό με το θαυμασμό του για τη μουσική μου, πριν ακόμα γνωριστούμε προσωπικά, καθώς και το κοινό μας έργο, το “Εμπάργκο”, συνέβαλαν ώστε και οι δυο μας τότε να είμαστε πάρα πολύ δεμένοι», θυμάται ο Θάνος Μικρούτσικος. Μια κοινή, λοιπόν, πορεία γεμάτη ποίηση και μέλος, ιστορία και πολιτική, ευαισθησία και λυρισμό, γνώση και διάψευση. Ποτέ όμως πίκρα της ήττας. Η ανάγκη τους έγινε ιστορία και όχι δημόσια σιωπή.
Περιφρούρηση της προσωπικής του ιστορίας
Η ιδιωτική σιωπή του Αλκαίου ήταν άλλη. Εξίσου μεγαλόφωνη όπως και η τέχνη του. Μέσα στη βαρβαρότητα των προσωπικών αποκαλύψεων και της διασποράς των ιδιωτικών μας στιγμών, αυτή η ουσιαστική περιφρούρηση, όσο ήταν εν ζωή, της προσωπικής του ιστορίας τόσο από τον ίδιο όσο και από τους οικείους συνεργάτες και φίλους του (δυο-τρεις φωτογραφίες του, μια τηλεοπτική και ραδιοφωνική του εμφάνιση,, λίγα μικρά εισαγωγικά του κείμενα σε δίσκους και ορισμένες δημόσιες μαρτυρίες των συνεργατών του, τροχισμένες μάλιστα τόσο καλά ώστε να μην άφηναν καμία «προσωπική», πέραν της συνεργασίας τους, πληροφορία) ήταν όλο κι όλο το υλικό με το οποίο συνθέσαμε, για τριάντα και πλέον χρόνια, το πορτρέτο του. Μια στάση που φαντάζει πια ως ανέφικτη πραγματικότητα. Ο ίδιος όμως το υποστήριζε από πολύ νωρίς: «Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται» γράφει στο δοκίμιό που αναφέραμε στην αρχή.
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
Με την πάροδο του χρόνου ο κοινωνικοπολιτικός στιχουργός Αλκαίος αποκτά μια τεχνική η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και στο υπερρεαλιστικό: «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία». Αποκτά μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις προσθέτοντας εικόνες, πλάθοντας μικρές στιχουργικές ιστορίες: «Αν χάθηκε στο Μετς ή στο Πόρτο Ρίκο». Αρχίζει να συνεργάζεται και με άλλους συνθέτες και τραγουδοποιούς. Στην τέχνη του εισάγει και τη δημοτική παράδοση, γίνεται λιτά αφοριστικός και όπως οι μαντιναδολόγοι, όμορφα σοφός: «Όποιος ξεχνάει χάνεται / ραγίζει όποιος θυμάται». Είναι πάντα συλλογικός και ας φαντάζει πιο προσωπικός. Ήταν πάντα ένας ποιητής, που έγραψε με την οδυνηρή επίγνωση τού: «Βρέχει στην Ελλάδα ασταμάτητα / εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια» (από την ποιητική του συλλογή «Εμπάργκο», η οποία κυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις της «Εταιρείας Νέας Μουσικής»).
Δεν υπάρχουν σχόλια: