728x90 AdSpace

Patatoukos news

[news][ticker1]
[ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ][slider1][#E0378A]
[kl][ticker1]
[ΒΒΒ][slider1][#E0378A]

Το νέο διήγημα του James Antoniou με θέμα την οικονομική κρίση.





«Μη φοβάσαι πατέρα»

Ένα παραμύθι για ενηλίκους που νοσούν από την ασθένεια

που ονομάζεται «οικονομική κρίση»



Μια φορά και έναν καιρό σε μια μικρή αλλά παρ’ όλα αυτά Ευρωπαϊκή χώρα, ζούσε ο Αποστόλης. Ο Αποστόλης ήταν οδηγός φορτηγού. Ήταν ένας άντρας εργατικός και αξιοπρεπής, που ο γάμος του με την Τούλα του είχε χαρίσει και ένα παιδί. Το αγαπημένο ζευγάρι, φιλοξενούσε και φρόντιζε τους δύο ηλικιωμένους γονείς της Τούλας. Ο Αποστόλης μπορεί να μην είχε λάβει ιδιαίτερη μόρφωση ή να μην ήταν αυτό που λέμε «διάνοια», αλλά είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια όμορφη και το κυριότερο, άνετη ζωή για τους ανθρώπους που ζούσαν στο σπιτικό του. Αναγκαζόταν βέβαια να δουλεύει πάρα πολλές ώρες κάθε μέρα, αλλά, αργά το βράδυ που τελείωνε, γυρνούσε σε ένα ζεστό σπιτικό με ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τιμούσαν τις προσπάθειές του.

Η αγαπημένη του ημέρα της εβδομάδας ήταν η Παρασκευή, γιατί αφού πληρωνόταν το βδομαδιάτικό του, περνούσε από την αγορά πριν γυρίσει σπίτι. Τα βλέμματα του μικρού του παιδιού, της γυναίκας και των γερόντων, όταν άνοιγαν τις σακούλες με τα ψώνια, ήταν η δύναμη και το κουράγιο του για να συνεχίσει να δουλεύει το ίδιο σκληρά. Οι σακούλες αυτές, έφερναν στο σπιτικό του χαρά και ευτυχία. Ήταν πάντα γεμάτες με φαγητά, γλυκά, παιχνίδια για το παιδί και μικρά φτηνά δωράκια για την υπόλοιπη οικογένεια. Για τον εαυτό του, δεν ψώνιζε σχεδόν ποτέ τίποτα. Δεν χρειαζόταν κάτι όπως έλεγε, μιας και η αγάπη που ένιωθε μέσα στο σπιτικό του, του αρκούσε.

Ένα πρωί, περιμένοντας να φορτώσουν το φορτηγό του, άκουσε κάποιους συναδέλφους του να μιλούν για μια καινούρια αρρώστια. Μια περίεργη ασθένεια που ονομαζόταν «οικονομική κρίση». Ο Αποστόλης ήταν δυνατός άντρας και δεν φοβόταν τις αρρώστιες, οπότε απλά χαμογέλασε, πήδηξε επάνω στο φορτηγό του και βγήκε για μεροκάματο. Αν καθόταν λίγο παραπάνω με τους συναδέλφους του, θα μάθαινε ότι η συγκεκριμένη αρρώστια είχε μια ιδιαιτερότητα. Δεν χρειαζόταν να την κολλήσεις για να σε επηρεάσει. Μπορούσε να την κολλήσει κάποιος άλλος, αλλά να νοσήσετε και οι δύο μαζί.

Μετά από καιρό, του είπαν οι ίδιοι συνάδελφοι ότι το αφεντικό τους, ο κυρ Σπύρος, είχε κολλήσει την περίεργη αυτή ασθένεια. Ο Αποστόλης στεναχωρήθηκε. Δούλευε για αυτόν τον άνθρωπο από τα εικοσιπέντε του και είχε φτάσει σχεδόν πενήντα. Δεν είχε ποτέ του το παραμικρό παράπονο και σε πολλές περιπτώσεις, το αφεντικό του τον είχε βοηθήσει πάρα πολύ. Θυμόταν πάντα με αγάπη, πως όταν γεννήθηκε ο γιός του, ο κυρ Σπύρος του χάρισε το δάνειο που του είχε ζητήσει, για να πληρώσει το μαιευτήριο. Δώρο για το γιο σου, του είχε πει.

Στεναχωρημένος, πήγε και αγόρασε λίγα γλυκά και τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο. Ο κακομοίρης ήταν τόσο χάλια, που δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει και έπρεπε να κλείσει την εταιρία. Με δάκρυα στα μάτια ζήτησε συγγνώμη από τον Αποστόλη και ντροπιασμένος, βύθισε το πρόσωπό του μέσα στα ροζιασμένα από τη δουλειά και το χρόνο χέρια του. Ο Αποστόλης, του είπε να μην ανησυχεί και πως, ό,τι κι αν χρειαζόταν, θα ήταν δίπλα του.

Αυτό που δεν είχε καταλάβει όμως ο Αποστόλης, ήταν πως από εκείνη την ημέρα, θα νοσούσε και αυτός από την παλιοαρρώστια μαζί με τον κυρ Σπύρο. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, συνειδητοποίησε πως δεν είχε πια δουλειά. Δεν πειράζει, σκέφτηκε. Όλα τα χρόνια που δούλευε, είχε μαζέψει ένα αρκετά καλό ποσό, που θα του επέτρεπε να τα βγάλει εύκολα πέρα μέχρι να βρει μια άλλη δουλειά. Στην τελική, από τότε που ήταν δεκαέξι χρονών, δεν είχε μείνει άνεργος ούτε για μια ημέρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρει.

Φτάνοντας σπίτι, είπε σε όλους πως ο κυρ Σπύρος ήταν άρρωστος, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για το κλείσιμο της εταιρίας και συνέχισε να φεύγει κάθε πρωί στην ώρα του, ψάχνοντας για καινούρια δουλειά. Η αρρώστια όμως, είχε πια μετατραπεί σε επιδημία. Είχε αρρωστήσει ήδη το μεγαλύτερο μέρος της μικρούλας του χώρας και παρόλο που ο Αποστόλης δεν το ήξερε, κατέτρωγε σιγά σιγά και τον ίδιο.

Ο καιρός περνούσε. Ο Αποστόλης αρρώσταινε όλο και πιο βαριά. Τα λεφτά που είχε στην άκρη τελείωναν. Δουλειά όμως, πουθενά. Στο σπίτι, οι σακούλες με τα ψώνια, άρχισαν να μειώνονται τόσο σε ποσότητα, όσο και σε ποιότητα. Είχε ξεκινήσει να αγοράζει τα πιο φτηνά προϊόντα που μπορούσε να βρει στην αγορά. Το βλέμμα της γυναίκας του και των γερόντων, έγινε πιο απόμακρο και λυπημένο. Είχαν κολλήσει κι αυτοί «οικονομική κρίση».

Ο κακόμοιρος ο Αποστόλης, βρέθηκε σε αδιέξοδο. Χρήματα για να τους πάει σε κάποιο νοσοκομείο να γίνουν καλά, δεν είχε. Ούτως ή άλλως, τα δικά του λεφτά είχαν τελειώσει από καιρό και τα δανεικά που είχε πάρει από φίλους και συγγενείς για να ζήσει την οικογένειά του, ήταν ήδη πολλά. Κανείς δεν θα του έδινε άλλα, μιας και δεν μπορούσε να τα επιστρέψει.

Το χαμόγελο χάθηκε από το σπιτικό του. Η δύναμη που έπαιρνε από αυτό, εξαφανίστηκε. Ο Αποστόλης αποφάσισε να φύγει σε μια μεγάλη χώρα του εξωτερικού που η αρρώστια δεν είχε φτάσει, για να μπορέσει να βρει δουλειά.

Σήμερα, μετά από πολύ καιρό, ο Αποστόλης έχει ρεπό. Ξέρει πως κουβαλάει ακόμα την αρρώστια, αλλά δεν τον νοιάζει πια. Κάθεται σε ένα τραπεζάκι στο δωμάτιο που του έχει παραχωρήσει η εταιρία και με το κεφάλι σκυμμένο, προσπαθεί να καταλάβει πότε κόλλησε την παλιοαρρώστια. Κάποιος από τους συμπατριώτες του, στη φάμπρικα που δουλεύει, του είπε πως για την αρρώστια ευθύνεται η ίδια τους η χώρα και οι πλούσιοι πολιτικοί της.

Θέλοντας, του είπε, να αυξήσουν τα προσωπικά τους κέρδη, προσπάθησαν να βάλουν τη μικρούλα χώρα τους να παίξει με τις άλλες τις μεγάλες, λέγοντας ψέματα ότι ήταν κι αυτή αρκετά μεγάλη και πως μπορούσε να παίξει στα δικά τους «μεγάλα» παιχνίδια. Δεν ήταν όμως. Στα πρώτα δέκα λεπτά του παιχνιδιού, κουράστηκε και τα ψέματα προκάλεσαν την αρρώστια που ονομάστηκε «οικονομική κρίση».

Τα ψέματα προκαλούν τις σοβαρότερες αρρώστιες, του είπε ο συμπατριώτης του, και δυστυχώς η πανέμορφη χώρα της καρδιάς μας, έχει στηριχτεί σε ψέματα για πάρα πολλά χρόνια. Ήταν λογικό να κολλήσουμε όλοι «οικονομική κρίση».

Οι μέρες πέρασαν και έγιναν μήνες κι αυτοί με τη σειρά τους, χρόνια. Ένα πρωί, η Τούλα πήρε τηλέφωνο τον Αποστόλη κα του είπε πως ο γιος τους είχε πάρει υποτροφία σε ένα από τα πανεπιστήμια του μέρους που αυτός ζούσε. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη που θα έβλεπε το παιδί του μετά από τόσα χρόνια, αλλά μέσα του τον έτρωγε η αγωνία, μιας και φοβόταν πως θα είχε κολλήσει και αυτό «οικονομική κρίση».

Μια εβδομάδα μετά, πήγε να πάρει το γιο του από το αεροδρόμιο. Μόλις τον είδε να βγαίνει από τη θύρα τον αφίξεων, η καρδιά του σταμάτησε. Ο γιος του, το δικό του παιδί. Το παιδί ενός ανθρώπου που ήταν τόσα χρόνια άρρωστος και που είχε κολλήσει και όλη του την οικογένεια, είχε εξελιχθεί σε ένα υγιέστατο και εύρωστο παλικάρι, με πανέξυπνα μάτια και σταθερό και σίγουρο περπάτημα.

Όταν έφτασαν στο μικρό σπίτι του Αποστόλη και τακτοποιήθηκαν, ο γιος του, του ζήτησε να κάτσει απέναντί του στο πλαστικό τραπέζι. Του έδειξε τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις που είχε κάνει πριν φύγει από την πατρίδα τους. Ήταν απολύτως υγιής. Μη φοβάσαι πατέρα, του είπε, η δικιά μου γενιά δεν έχει επηρεαστεί από τα ψέματα, δεν μπορούμε να επηρεαστούμε. Γεννιόμαστε εξυπνότεροι, δυνατότεροι και με ανοσία στις αρρώστιες που έχουν να κάνουν με το ψέμα. Η δικιά σου γενιά πόνεσε για να μας μεγαλώσει, παλεύοντας με την παλιοαρρώστια. Καθίστε τώρα πίσω, πάρτε μια ανάσα και αφήστε εμάς, να σας θυμίσουμε το μεγαλείο της μικρούλας μας χώρας και τη δύναμη που κουβαλάει μαζί της η αλήθεια.



James Antoniou

[6/6/2017]




Το νέο διήγημα του James Antoniou με θέμα την οικονομική κρίση. Reviewed by ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ ΠΑΡΓΑ on Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2017 Rating: 5 «Μη φοβάσαι πατέρα» Ένα παραμύθι για ενηλίκους που νοσούν από την ασθένεια που ονομάζεται «οικονομική κρίση» Μια φορά και έ...

[news][carousel1]

Δεν υπάρχουν σχόλια: