Ο οχυρός οικισμός φαίνεται ότι καταστρέφεται το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους.
Ο οχυρωμένος οικισμός της Οσδίνης (Οσδίνα), περισσότερο γνωστός ως Ουζντίνα, νότια του χωριού Πέντε Εκκλησιές στη Θεσπρωτία, συντηρήθηκε πρόσφατα.
Διασώζει αρχιτεκτονικά επιτεύγματα από την κλασική-ελληνιστική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ο οικισμός της είναι πυκνοδομημένος, με στενά δρομάκια επικοινωνίας και λιθόστρωτα καλντερίμια.
Στο λόφο διασώζεται διπλό τείχος. Το πρώτο τείχος είναι αρχαίο ενώ το δεύτερο περιέκλειε τη βυζαντινή πόλη, η οχύρωση της οποίας καταστράφηκε από τους Τούρκους.
Ο οικισμός ήκμασε στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά τον 18ο αιώνα εγκαταλείφθηκε και ο χρόνος τον μετέτρεψε σε ερειπιώνα.
Δεν είναι γνωστό πότε κατοικήθηκε για πρώτη φορά ο χώρος, αφού η βλάστηση καλύπτει όλα τα ερείπια και δεν έχει γίνει συστηματική έρευνα.
Στην κορυφή όμως του λόφου υπάρχει αρχαία ακρόπολη έκτασης 0,50 εκταρίων με ψευδοϊσοδομικό τείχος. Ο οχυρός οικισμός φαίνεται ότι καταστρέφεται το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο δεν υπάρχουν πληροφορίες ούτε έχουν εντοπιστεί μνημεία.
Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους και σύμφωνα με τις νέες στρατηγικές επιλογές του βυζαντινού κράτους, μπροστά στην απειλή των Σλάβων, των Αράβων και των Φράγκων, φαίνεται ότι επισκευάζονται τα τείχη. Η οχυρή τοποθεσία που ελέγχει την κοιλάδα του Καλαμά κατέχεται από ένα δυναμικό οικισμό, ο οποίος πιθανότατα για ένα διάστημα φιλοξενούσε την έδρα της επισκοπής Φωτικής.
Την υστεροβυζαντινή περίοδο αλλά και τους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας ο οικισμός ακμάζει. Τα γεφύρια επισκευάζονται και νέοι ναοί οικοδομούνται. Στην Ουζντίνα έχει ιδιόκτητους ελαιώνες το πρώτο μισό του 16ου αι. η μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου εξισλαμισμού του πρώτου μισού του 18ου αι. αλλά και των διαρκών ταραχών αυτής της περιόδου, η Ουζντίνα εγκαταλείπεται.
Οι Οσδινιώτες σκορπίζονται στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, ενώ Τουρκαλβανοί αγάδες της Θεσπρωτίας γίνονται κύριοι του οικισμού και τσιφλικάδες της περιοχής. Σύμφωνα με τον καθηγητή Σ. Δάκαρη, η αρχαία κώμη ήταν μέσου μεγέθους με ακρόπολη 0,10-0,50 εκταρίων και με πληθυσμό γύρω στους 500 κατοίκους.
Το ψευδοϊσοδομικό τείχος περιτρέχει όλες τις πλευρές. Λείψανα του διακρίνονται ακόμα στην απόκρημνη δυτική πλευρά, ενώ στην ομαλή ανατολική πλευρά διακρίνονται ίχνη τετράγωνου πύργου. Δύο πύλες είναι ακόμα ορατές. Μία μεγάλη στη βορινή πλευρά -μάλλον η κεντρική- και άλλη μία μικρότερη στη νότια, κοντά στο ποτάμι.
Ένα αρχαίο γεφύρι πρέπει να υπήρχε στη θέση νεότερου, του 1628, κάτω ακριβώς από τον οικισμό. Αρχαία Ιερά δεν έχουν εντοπιστεί, είναι όμως πιθανόν οι ναοί της Παναγίας και των Ταξιαρχών να έχουν κτιστεί στη θέση αρχαίων ιερών, αν λάβει κανείς υπόψη του την τετράγωνη στήλη που σώζεται στο γυναικωνίτη των Ταξιαρχών και τους μεγάλους δόμους που χρησιμοποιήθηκαν για το κτίσιμο του ναού της Παναγίας.
Ο βυζαντινός οικισμός, σε έκταση και πυκνότητα πληθυσμού, ξεπερνά κατά πολύ τον αρχαίο. Τα σπίτια υπερβαίνουν το τείχος και φθάνουν μέχρι τη βάση του λόφου.
Η περίμετρος του βυζαντινού τείχους ταυτίζεται με εκείνη του αρχαίου μόνο στη νότια πλευρά. Στη βορινή έχει υποχωρήσει περίπου 40 μ. προς νότον.
Τα λείψανα του διακρίνονται σε όλες τις πλευρές και σώζονται σε διαφορετικό πάντα ύψος. Είναι ασβεστόκτιστο, πλάτους 1.50 μ. Στην τοιχοδομία χρησιμοποιήθηκαν πλακοειδείς ασβεστόλιθοι και παρεμβαλλόμενα σε αραιά διαστήματα κεραμίδια.
Ο πυκνοδομημένος οικισμός καλύπτει ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια του λόφου. Τα μονώροφα και διώροφα σπίτια εκμεταλλεύονται κάθε τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας και αφήνουν μεταξύ τους μόνο στενά στριφογυριστά δρομάκια με καλντερίμι. Όλα τα σπίτια είναι ερειπωμένα, πολλά όμως σώζονται σε ύψος που ξεπερνά τα 2-4 μ.
Τα περισσότερα είναι χτισμένα με ξερολιθιά ενώ σε άλλα έχει χρησιμοποιηθεί ως συνδετικό κονίαμα το χώμα. Στο ισόγειο διακρίνουμε δύο ή και τρία δωμάτια, ενώ αντίστοιχα ήταν πιθανώς και τα δωμάτια του ορόφου. Μικρά ορθογώνια ανοίγματα στο πάχος της τοιχοποιίας, ύψους 0,60-0,65 μ. -οι λεγόμενες σκαλεθούρες- χρησίμευαν ως χώροι αποθήκευσης-ψύξης.
Το κέντρο της κοινωνικής ζωής του οικισμού βρίσκεται μεταξύ των ναών της Παναγίας και των Ταξιαρχών, αφού το πλάτωμα που βρίσκεται μεταξύ των δύο οικοδομημάτων ήταν αρκετό για να καλύψει τις κοινωνικές δραστηριότητες των κατοίκων.
Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της Ουζντίνας εννέα ναοί και μία σκήτη. Οι τέσσερις βρίσκονται μέσα στον οικισμό και οι υπόλοιποι στη γύρω περιοχή.
Οι ναοί του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιωάννου είναι τελείως κατεστραμμένοι, κατασκευασμένοι με ξερολιθιά, με τρίπλευρες αψίδες και μήκος ο πρώτος 17 μ., ενώ ο δεύτερος 9 μ.
Η σκήτη του Αγίου Νικολάου αποτελείται από μικρό σπήλαιο στη δεξιά απόκρημνη όχθη του Καλαμά, την οποία μόνο «εξασκημένοι στους κρημνούς θυπόλυτοι πόδες» μπορούν να επισκεφθούν. Ελάχιστα ίχνη τοιχογραφιών στο Ιερό Βήμα μαρτυρούν την ιερότητα του χώρου.
Εκτός από τους ναούς των Ταξιαρχών και της Παναγίας οι υπόλοιποι είτε είναι ερειπωμένοι είτε έχουν υποστεί μεγάλες επεμβάσεις.
Οι εργασίες διαμόρφωσης και ανάδειξης του οικισμού, περιλάμβαναν εκτεταμένους καθαρισμούς, ανασκαφικές έρευνες, συστηματικές εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης των ναών και των οικιών, συντήρηση των τοιχογραφιών, τοπογράφηση της περιοχής, δημιουργία διαδρομών επισκεπτών, πινακίδες πληροφόρησης και έκδοση αρχαιολογικού οδηγού.
Δεν υπάρχουν σχόλια: